Πολύτιμο και χειροπιαστό


Η μητέρα του είχε πεθάνει. Κι κάπου εδώ θα μπορούσε να ολοκληρωθεί η ιστορία. Ωστόσο, όταν γύρισε από την τελετή της καύσης, είχε στο μυαλό του μια ανολοκλήρωτη αίσθηση ότι κάτι δεν έκανε σωστά. Τα διαδικαστικά ήταν όλα τελειωμένα. Έψαξε όλες τις τσέπες του και ήταν γεμάτες από αποδείξεις. Ο θάνατος μπορεί να ολοκληρώνει μια ιστορία, αλλά αφορά μονάχα αυτόν που πέθανε. Οι ζωντανοί μένουν να πληρώνουν, αλλά αφού ήταν μητέρα του, έπρεπε να πληρώσει, έπρεπε να ικανοποιήσει κάθε επιθυμία της που εξέφρασε όσο ακόμα ζούσε. Μάλλον αυτό ήταν που τον έτρωγε, ότι δεν ικανοποίησε τη θέλησή της για κάτι, αλλά δεν μπορούσε να το εντοπίσει. Ήταν ακόμα η συγκίνηση νωπή και το δέρμα κάτω από τα μάτια του υγρό. Γιατί έκλαψε κι ας φορούσε τα γυαλιά του ηλίου για να μη φαίνονται τα δάκρυά του.
Επέστρεψε στο σπίτι της και ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Θα περίμενε να την αισθανθεί, να τη νιώσει να περιφέρεται σαν σκιά στον τοίχο, μα τα φαντάσματα ανήκουν στη φαντασία κι η δικιά του είχε εξαντληθεί στην εναγώνια προσπάθειά του τον τελευταία καιρό να βρει τρόπους, να σώσει την επιχείρησή του από την καταστροφή. Είχε αποκοιμηθεί, όταν ξύπνησε απότομα. Θυμήθηκε τι ήθελε η μητέρα του: Νεκρή να φορά το πολύτιμο κολιέ της, να καεί μαζί του. Σηκώθηκε, έψαξε στη μπιζουτιέρα της. Το βρήκε. “Κάτι θα πιάνει”, μονολόγησε. Μαργαριτάρια αληθινά, βαρύ κόσμημα. Ακόμα κι αν δεν σωζόταν οικονομικά, αν το πουλούσε θα ανακουφιζότανε λιγάκι. Ευτυχώς είχε μιλήσει η μητέρα του γι’ αυτό.
Ήταν πολύτιμη η μητέρα του όσο ήταν ζωντανή. Μα και τώρα το ίδιο πολύτιμη. Κι αυτό ήταν πολύτιμο έτσι, αρκούντος χειροπιαστό παρά στάχτες, όπως πριν από λίγο είχε καταλήξει και η αγαπημένη του μητέρα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις