Μια σύντομη ιστορία

 

Βρισκόταν σ’ ένα μπαρ. Καθότανε στην άκρη και παρακολουθούσε τις κινήσεις του μπάρμαν, τη δεξιότητα των χεριών του με τα μπουκάλια και τα ποτήρια. Στα δικά του χέρια έπαιζε ένα κουτί σπίρτα, τα ανακινούσε και ένιωθε τις δονήσεις απαλές στα αισθητήρια των αποτυπωμάτων του. Ερχόταν συχνά εδώ. Του άρεσε πρωτίστως η μουσική. Μπλουζ, βαριά μπλουζ του Αμερικάνικου Νότου, οδύνη στην κιθάρα, θλίψη στη φωνή ιστορίες καταπίεσης δοσμένες σε 12/8. Οι περισσότεροι θαμώνες γνωστοί, αλλά η οικειότητα που είχε αναπτύξει μαζί τους ήταν απλά ένα πιο ευγενές βλέμμα. Απέφευγε τις συναναστροφές κι εκτός από τη μουσική είχε διαλέξει αυτόν το χώρα να περνά τα βράδια του, επειδή ακριβώς μπορούσε με άνεση να είναι μεν διακριτός, αλλά ταυτόχρονα να παραμένει και σιωπηλός, χωρίς τον καταναγκασμό έστω ενός χαιρετισμού.
Τη γυναίκα στην απέναντι άκρη του μπαρ την αντίκριζε για πρώτη φορά. Δεν έκανε καν τον κόπο να υποθέσει τ’ όνομά της ούτε την περιεργάστηκε περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτα, όσο δηλαδή επέτρεπαν τα μάτια του σε μια τυχαία περιστροφή τους. Όμως εκείνη επέμενε να τον κοιτάζει κι αυτός το ένιωθε κι όσο πιο πολύ το αισθανότανε τόσο βύθιζε το κεφάλι του ανάμεσα στους ώμους του σα να επιδίωκε να το αποφύγει. Όταν βρισκόταν σ’ αυτό το μπαρ δεν ήταν ο πωλητής μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, δεν ήταν το παιδί που οι γονείς του χώρισαν πριν ακόμα πάει στο σχολείο, δεν ήταν ο άνδρας που του άρεσε να σχεδιάζει εφαρμογές στα κινητά –περισσότερο μια ασχολία, ένα πάρεργο, που κάποτε είχε ελπίδα να αναγνωριστεί η εφευρετικότητα του και να αφήσει την τωρινή του εργασία που μισούσε- ήταν απλά ένας θαμώνας που του άρεσε το αμερικάνικο ουίσκι και οι μελωδίες παιγμένες σε 12/8.
Μα κι η γυναίκα απέναντί του θα είχε μια ιστορία, ένα όνομα, μια ασχολία, φίλους, γονείς, οικογένεια, όνειρα και όλα εκείνα που ορίζουν μια ύπαρξη. Όμως όπως ο ίδιος θα ήθελε να τα είχε αφήσει έξω από το μπαρ και να μη συνέχιζε να τον κοιτά. Είχε ξεφύγει το βλέμμα της από την ευγενή οικειότητα και είχε γίνει πια αδιάκριτο. Έχασε ξάφνου την ικανότητά του να περνά απαρατήρητος και η ασπίδα της ανωνυμίας του χανότανε στην επιμονή της να τον κεντράρει, να τον ελέγχει σαν να τον έχει μόνο δικό της, αφού πρώτα αβίαστα τον είχε κατακτήσει.
Λίγη ώρα μετά, αν κι ο χρόνος τη νύχτα με το ουίσκι, τα μπλουζ και το μπαρ δε μετριέται με την κανονική αναλογία, η γυναίκα σηκώθηκε και τον πλησίασε. Του άφησε ένα χαρτάκι μπροστά του, ενώ αυτός συνέχιζε να περιφέρει το σπιρτόκουτο ανάμεσα στα δάχτυλά του. Πέρασε από πίσω του κι έφυγε. Κοιτούσε το χαρτάκι μα δεν το πήρε να το διαβάσει αμέσως. Άρχισε να ανάβει ένα ένα τα σπίρτα τα άφηνε να καίνε, ωσότου το κουτί άδειασε. Τότε διάβασε στο χαρτάκι:
Εδώ τελειώνει η ιστορία μας. Μη με αναζητήσεις ξανά. Τις στιγμές μας θα τις θυμάμαι για πάντα”.
Χαμογέλασε. Αναζήτησε ένα σπίρτο να κάψει το σημείωμα μα δε βρήκε. Το κουτί ήταν άδειο, μα πάντα έτσι γινότανε. Όλα καιγόντουσαν από πριν ανώφελα κι όταν χρειαζόταν μια σπίθα να ανάψει είχανε τελειώσει. Όπως τελείωσε κι αυτή η ιστορία με τη νύχτα, το ουίσκι, τα μπλουζ και τα μπαρ.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις